σαγμάριον

σαγμάριον
τὸ, ΜΑ
(κατά το λεξ. Σούδα) «σαγμάρια
ἀποσκευαί, ἡ τῶν ἐπιτηδείων κομιδή»
μσν.
ίππος που φορτώνεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάγμα + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. παιδ-άριον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • самара — одежда с длинными полами , владим. (Даль). Через нидерл. sаmааr длинная одежда , samare – то же из ст. франц. сhаmаrrе, франц. simarre платье со шлейфом , ит. zimarra, которое возводится к араб. sammûr соболь (М.–Любке 626; Фальк–Торп 948;… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Sagmariasus — verreauxi Conservation status Least Concern ( …   Wikipedia

  • σαμάρι — Ημιορεινός οικισμός (117 κάτ., υψόμ. 290 μ.), στην επαρχία Έδεσσας του νομού Πέλλης. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Σωτήρας. * * * το, Ν 1. εξάρτημα που τοποθετείται στη ράχη τών υποζυγίων και χρησιμεύει ως κάθισμα τού αναβάτη ή για στερέωση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”